Της Στέλλας Πατρώνα*
Χαμό και ορυμαγδό δηλώσεων, δημοσιευμάτων και σχολίων προκάλεσαν οι εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα για την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ με την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ να προβάλλει ως κύρια επιχειρήματα υπερ της κρατικοποίησης ότι ο δημόσιος έλεγχος είναι αναγκαίος για να πέσουν οι τιμές και ότι οι “εθνικοποιήσεις” αποτελούν τη νέα ευρωπαϊκή τάση και με αντίλογο από την άλλη πλευρά ότι θα έχει τεράστιο δημοσιονομικό κόστος και ότι σε θεσμικό επίπεδο συνιστά αθέτηση της δέσμευσης της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ περί μη αναστροφής μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν από το 2010.
Άνοιξε λοιπόν ξαφνικά, με πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα, μια νέα αντιπαράθεση για την τύχη της ΔΕΗ, η οποία διάθετει όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής σκηνής: Δεν προσεγγίζει ούτε κατ' ελάχιστο την ουσία του προβλήματος που υποτίθεται ότι θέλει να λύσει (υπενθυμίζεται ότι υπό “δημόσιο” έλεγχο ήταν η ΔΕΗ όταν επέβαλε τη ληστρική ρήτρα αναπροσαρμογής), τα εκατέρωθεν επιχειρήματα στηρίζονται σε αυτοματισμούς και ιδεολογήματα (κρατιστές εναντίον νεοφιλελεύθερων) και δεν γίνεται καθόλου λόγος για τη σημερινή οικονομική κατάσταση της ΔΕΗ και τις εξελίξεις στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας.
Κατ' αρχάς, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της ΔΕΗ σήμερα, θα πρέπει να γίνει λόγος για το μεγάλο φιάσκο της διοίκησης Στάσση (και βεβαίως και του υπερταμείου), η οποία παρότι καταλήστευσε νοικοκυριά και επιχειρήσεις με τη ρήτρα αναπροσαρμογής που επέβαλε ακόμη και σε σταθερά τιμολόγια, πέτυχε ο όμιλος της ΔΕΗ όχι μόνο να έχει ζημιές αλλά και να εξανεμίσει μεγάλο μέρος του τιμήματος που εισέπραξε από την πώληση του 49% της ΔΕΔΔΗΕ. Το φιάσκο αυτό καταγράφεται με σαφήνεια στα οικονομικά αποτελέσματα του α' εξαμήνου του 2022 σύμφωνα με τα οποία ο όμιλος ΔΕΗ είχε ζημία 11,1 εκατομμυρίων ευρώ και αύξησε το καθαρό χρέος του κατά 355,3 εκατ. ευρώ (στα 2,245 δισ ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2022 από 1,889 δισ. ευρώ που ήταν το 2021) “λόγω της μείωσης των χρηματικών διαθεσίμων ως αποτέλεσμα των αυξημένων αναγκών για πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου λόγω της έντονης μεταβλητότητας των αγορών καθώς και για κεφάλαιο κίνησης για αγορά φυσικού αερίου, CO2 και ενέργειας”. Σημειωτέον δε ότι στον υπολογισμό του καθαρού χρέους της ΔΕΗ, όπως αποσαφηνίζεται, έχει συμπεριληφθεί και το τίμημα των 1.323,3 εκατομμυρίων ευρώ που κατεβλήθη στη ΔΕΗ για την πώληση του 49% της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
Τα κακά αυτά οικονομικά αποτελέσματα σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αποδοθούν στις αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου, αφενός γιατί η ΔΕΗ διαθέτει λιγνίτες, υδροηλεκτρικά και ΑΠΕ και δεν στηρίζει την παραγωγή της στο φυσικό αέριο, αφετέρου γιατί μετακύλισε – και μάλιστα με το παραπάνω – όλο το πρόσθετο κόστος της στους καταναλωτές. Η αιτία τους λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθεί στις “πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου” δηλαδή στα αποτυχημένα χρηματιστηριακά “στοιχήματα” της διοίκησης της ΔΕΗ, τα οποία μέσα σε έξι μήνες κατόρθωσαν να εξανεμίσουν το τίμημα από την πώληση της ΔΕΔΔΗΕ και να αυξήσουν το χρέος της ΔΕΗ κατά 355 εκατομμύρια ευρώ. Ενδεικτική δε εικόνα για την κατάσταση που αντιμετωπίζει σήμερα η ΔΕΗ δίνει η πρόσφατη δήλωση του Γιώργου Στάσση σε δημοσιογράφους ότι “μια μέρα του Αυγούστου η επιχείρηση κλήθηκε να καταβάλλει περί το 1 δισ ευρώ για κάλυψη θέσεων, καθώς η τιμή του αερίου εκτοξεύθηκε για λίγο στα 1300 ευρώ”.
Ωστόσο στη χώρα που κυβερνούν οι “άριστοι” και δεν υπάρχει ουσιαστικά αντιπολίτευση, δεν έχει σημασία ποια είναι η πραγματικότητα, αλλά πως παρουσιάζεται. Έτσι, η κακή οικονομική κατάσταση της ΔΕΗ και το μεγάλο φιάσκο του α' εξαμήνου παρουσιάστηκε από τον Γιώργο Στάσση ως “ανθεκτικότητα” χωρίς κανείς από την αντιπολίτευση να τον αμφισβητήσει και χωρίς να τεθεί σε δημόσιο διάλογο το εύλογο ερώτημα, γιατί η ΔΕΗ, ενώ καταλήστευσε τους καταναλωτές, όχι μόνο δεν είχε κέρδη, αλλά και αύξησε σημαντικά το χρέος της. Αυτό το ερώτημα προφανώς δεν έγινε, γιατί θα έθετε επί τάπητος το παράδοξο φαινόμενο που κυριαρχεί σήμερα στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από τη μια να στενάζουν οι καταναλωτές από το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και από την άλλη οι παραγωγοί ενέργειας, παρά τα τεράστια κέρδη που αποκομίζουν, να βρίσκονται πολύ κοντά στην κατάρρευση καλούμενοι - κάποιες φορές μόνο σε μια νύχτα - να καλύψουν απαιτήσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Το παράδοξο αυτό φαινόμενο, το οποίο το βλέπουμε και στην περίπτωση της ΔΕΗ, είναι μια από τις συνέπειες της εφαρμογής του target model, δηλαδή του μοντέλου λειτουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, το οποίο σύνδεσε τον ηλεκτρικό τομέα με τον χρηματοπιστωτικό, χρησιμοποιώντας τα ενεργειακά παράγωγα ως το βασικό εργαλείο ρευστότητας των ηλεκτρικών αγορών. Λόγω όμως της συνεχούς αύξησης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, τα ενεργειακά παράγωγα από εργαλείο ρευστότητας έχουν μεταβληθεί σε μηχανισμό αποστράγγισης των αγορών και έχουν δημιουργήσει μια νέα χρηματιστηριακή φούσκα που υπάρχει ορατός κίνδυνος να σκάσει και να οδηγήσει στην ενεργειακή εκδοχή της Lehman Brothers, όπως προειδοποίησε στις 4 Σεπτεμβρίου ο Φινλανδός υπουργός Οικονομίας Mika Lintilä. Για να αντιμετωπισθεί λοιπόν αυτός ο κίνδυνος η σουηδική και η φινλανδική κυβέρνηση εξήγγειλαν προγράμματα στήριξης των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, η γερμανική κυβέρνηση προχωράει στην κρατικοποίηση της Uniper και η γαλλική στην κρατικοποίηση της EDF.
Αν λοιπόν θέλουμε να δούμε τα πράγματα καθαρά, αυτό που πραγματικά προτείνε στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας είναι πρόγραμμα διάσωσης της ΔΕΗ και των μετόχων της κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Και το “αστείο” ή ορθότερα το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι, παρά τα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για το εν λόγω ζήτημα, αν υπάρξει άμεση χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης της ΔΕΗ, μπορεί να δούμε ακόμη και την κυβέρνηση Μητσοτάκη να σπεύδει να την επανακρατικοποίησει, προς μεγάλη βεβαίως απογοήτευση όλων αυτών που έχουν συμπαραταχθεί με τη μια ή την άλλη πλευρά και νομίζουν ότι δινουν σημαντική μάχη σκιαμαχώντας υπέρ ή κατά της επανακρατικοποίησης.
* Η Στέλλα Πατρώνα είναι δικηγόρος, μέλος του Δικτύου Ενεργών Καταναλωτών - Δ.ΕΚ.Α και της πρωτοβουλίας "Δρόμος Ανοιχτός"