Τα μέτρα αυτά, παρότι δεν προσφέρουν
ουσιαστική ανακούφιση στους πολίτες και εντάσσονται στην προσπάθεια της
κυβέρνησης να διαχειρισθεί επικοινωνιακά το δύσκολο πρόβλημα των ληστρικών
λογαριασμών, από πολιτικής πλευράς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους εξής
λόγους:
- Μετέφεραν τη συζήτηση από τις
έκτακτες συνθήκες (ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία) στο
Χρηματιστήριο Ενέργειας.
- Αποτελούν παραδοχή ότι η
αισχροκέρδεια των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας οφείλεται στη δομή του target model,
δηλαδή του ευρωπαϊκού μοντέλου αγοράς.
- Έθεσαν το πρόβλημα που τόσο η
κυβέρνηση, όσο και η αντιπολίτευση δεν θέλουν να συζητιέται, ότι δηλαδή η
ελληνική κυβέρνηση έχει “περιορισμένες αρμοδιότητες” και η Κομισιόν και οι
ευρωτεχνοκράτες των Βρυξελλών είναι αυτοί που αποφασίζουν αν θα εφαρμοσθούν ή
όχι αναγκαία μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού λαού.
Με άλλα λόγια από τη μια “γείωσαν”
τη δημόσια συζήτηση που μέχρι τότε περιστρεφόταν γύρω από εξωτερικούς και
ανεξέλεγκτους παράγοντες και από την άλλη άφησαν μια χαραμάδα για να
διαφανούν σημαντικά ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τους ληστρικούς λογαρισμούς
αλλά την εν γένει κακοδαιμονία της χώρας και αποτελούν “ταμπού” τόσο για την
κυβέρνηση, όσο και για την αντιπολίτευση. Τα ζητήματα αυτά έχουν να κάνουν με την
παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων (σύμφωνα με την
ορολογία που χρησιμοποεί ο πρώην προέδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος[ii])
υπέρ της Ε.Ε. και τον “εξευρωπαϊσμό” της πολιτικής ζωής της χώρας
μας, δηλαδή τη λήψη αποφάσεων σε θέματα εθνικής πολιτικής από κοινοτικά όργανα
και η γενεσιουργός αιτία τους βρίσκεται στη βασική – κι όχι πάντα ομολογημένη
- παραδοχή από όλα τα κόμματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής ότι “ανήκομεν” στη
Ε.Ε. .
Η παραπάνω παραδοχή είναι η βάση
της συναίνεσης στις επάλληλες ενοποιήσεις (τελωνειακή, νομισματική
κ.α), στη μεταφορά αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά όργανα (“εξευρωπαϊσμός”)
και στην ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, όσο
καταστροφικές κι αν είναι οι συνέπειες τους για τη χώρα μας ( πρόσφατα
παραδείγματα η διαχείριση της πανδημίας και οι κυρώσεις στη Ρωσία). Δεν πρέπει
λοιπόν να μας εκπλήσσει που η δημοκρατία μας έχει ευτελισθεί και έχει
καταντήσει κενό γράμμα, τα πολιτικά κόμματα είναι ανυπόληπτα, όλοι οι θεσμοί
βρίσκονται σε κρίση και η σήψη που αναδίδεται από την πολιτική ζωή διαχέεται
και στην κοινωνία. Όλα αυτά αποτελούν τις συνέπειες της μετατροπής μιας
κυρίαρχης χώρας σε απομακρυσμένη επαρχία των Βρυξελλών που διοικείται από ένα
ξένο κέντρο και τους άθλιους εγχώριους εκπροσώπους του.
Ωστόσο ενώ η κρίση σε όλα τα επίπεδα
είναι εμφανής, δεν είναι το ίδιο εμφανή και τα αίτια της. Αυτό οφείλεται κυρίως
στο γεγονός ότι η απώλεια εθνικής κυριαρχίας και η λήψη αποφάσεων από ξένα
κέντρα συνδέθηκε με τα μνημόνια και όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από αυτά
καλλιεργείται η αντίληψη ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις επανάκτησαν τη
διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, από τη δεκαετία του 1990 η
χώρα έχει μπει στον “αυτόματο πιλότο” και ακολουθεί την πορεία που καθορίζει η
Κομισιόν, η νομοθετική παραγωγή της βουλής έχει περιορισθεί στη μεταφορά ευρωπαϊκών
οδηγιών και κατευθύνσεων στο εθνικό δίκαιο και οι κυβερνήσεις έχουν αναλάβει
τον διαχειριστικό - διεκπεραιωτικό ρόλο υλοποίησης των αποφάσεων των Βρυξελλών,
προσθέτοντας μόνο το δικό τους ύφος στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στην πορεία
αυτή, τα μνημόνια δεν ήταν παρά ο επιταχυντής των εξελίξεων που διαψεύδοντας
τις αυταπάτες περί της ανάπτυξης της χώρας εντός Ε.Ε και και τα ιδεολογήματα
περί “δημοκρατικής Ευρώπης” έφεραν στο φως με ιδιαίτερη ένταση προβλήματα που
προϋπήρχαν και καταστάσεις που είχαν ήδη διαμορφωθεί .
Από τη σκοπιά αυτή, με αφετηρία τις
παραδοχές που έκανε η κυβέρνηση με τα μέτρα ελάφρυνσης, διατυπώνεται η άποψη
ότι τα δεινά που υφίσταται σήμερα η ελληνική κοινωνία από τους ληστρικούς
λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος οφείλονται στην παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας
και στον “εξευρωπαϊσμό” και ότι τα ίδια αίτια ισχύουν και για την εν γένει
κακοδαιμονία της χώρας μας. Τα θέματα αυτά αναλύονται σε δύο ενότητες:
Η πρώτη ενότητα αφορά την πρόσφατη
ενοποίηση του ηλεκτροδοτικού μας συστήματος και εξετάζει ( α) πως φθάσαμε στους
ληστρικούς λογαριασμούς ρεύματος, (β) ποιοι είναι οι υπεύθυνοι, (γ) ποια είναι
η στάση του μόνου αντιευρωπαϊκού κόμματος στην ελληνική βουλή (δ) ποιες
προτάσεις έχουν κατατατεθεί από τα κόμματα και (ε) σύνοψη των τελικών
συμπερασμάτων.
Η δεύτερη ενότητα στηρίζεται στα
συμπεράσματα της πρώτης και αναφέρεται (α) σε προηγούμενες ενοποιήσεις και στις
συνέπειες τους στην ανάπτυξη της οικονομίας, (β) στο φαινόμενο του
“εξευρωπαϊσμού και τις συνέπειες του, (γ) στην άποψη περί “κατοχής”, (δ) στην
επίδραση του “εξευρωπαϊσμού” στη διαχείριση της πανδημίας, (ε) στις ρωγμές του
“εξευρωπαϊσμού” και το “υπερόπλο” των κυβερνώντων και τέλος (στ) στον επίλογο
για την ανάκτηση της ελπίδας και το όραμα για μια νέα Ελλάδα.
Η ενοποίηση του ηλεκτροδοτικού συστήματος της χώρας μας
Από τη μεγαβατώρα των 6,71
ευρώ στους ληστρικούς λογαριασμούς και τη “ρήτρα αναπροσαρμογής”
Υπάρχει ένα ερώτημα που λογικά θα
πρέπει να απασχολεί όλους τους εχέφρονες ανθρώπους που κατοικούν σ' αυτή τη
χώρα και δεν πάσχουν από ασθενική μνήμη: Πως φθάσαμε από τα 6,71 ευρώ που ήταν
η τιμή της μεγαβατώρας το 2005, να κοστίζει στον καταναλωτή 272,68 ευρώ τον Μάρτιο και 246,60 ευρώ τον Απρίλιο του
2022, χωρίς μάλιστα τις πρόσθετες επιβαρύνσεις από τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις
που το 2005 δεν υπήρχαν.
Στο ερώτημα αυτό, η
απάντηση βρίσκεται στη ριζική αναμόρφωση του ηλεκτροδοτικού συστήματος της
χώρας μας προκειμένου να γίνει η ενοποίησή του και να ενταχθεί η χώρα
μας στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας. Η αναμόρφωση αυτή
έγινε με τα τρία “ενεργειακά πακέτα” (δέσμες νομοθετικών μέτρων) της Ε.Ε που
εκδόθηκαν από το 1996 έως το 2009[iii]
και τα νομοθετικά μέτρα που ακολούθησαν το τρίτο «ενεργειακό πακέτο»[iv],
βάσει των οποίων διαμορφώθηκε το «μοντέλο στόχος» (target model), δηλαδή το
κοινό μοντέλο λειτουργίας και συναλλαγών που έπρεπε να υιοθετήσουν οι
επιμέρους εθνικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας ανά την Ευρώπη, ώστε να
εναρμονιστεί η λειτουργία τους και να είναι δυνατή η σύζευξη, δηλαδή η
ενοποίηση, των τιμών τους.
Η εφαρμογή αυτών των νομοθετικών
μέτρων έφερε τον διαχωρισμό της ΔΕΗ σε τέσσερα τμήματα (παραγωγή, προμήθεια,
δίκτυο μεταφοράς και δίκτυο διανομής), την αντικατάσταση του λιγνίτη από το
φυσικό αέριο, τις σκανδαλώδεις επιδοτήσεις των ΑΠΕ, τη δημιουργία χονδρικής και
λιανικής αγοράς με πολλούς προμηθευτές που απλά κερδοσκοπούν και δεν προσφέρουν
τίποτα στη λειτουργία του ηλεκτροδοτικού συστήματος, τις διάφορες ακατανόητες
ρήτρες που περιέχονταν στα “ψιλά γράμματα” των συμβάσεων των “εναλλάκτικών
προμηθευτών” και ήδη τυποποιήθηκαν στη ρήτρα αναπροσαρμογής και από την 1η
Νοεμβρίου 2020 την εφαρμογή του target model, βάσει του οποίου λειτουργούν
τέσσερεις συνολικά αγορές, οι τρεις από το Χρηματιστήριο Ενέργειας (Αγορά
Επόμενης Ημέρας, Ενδοημερήσια Αγορά, Ενεργειακή Χρηματοπιστωτική Αγορά) και
μια από τον ΑΔΜΗΕ ( η Αγοράς Εξισορρόπησης) και έχει πραγματοποιηθεί η σύζευξη
τιμών (coupling) της ελληνικής χονδρικής αγοράς με τις
Αγορές Επόμενης Ημέρας της Ιταλίας, της Βουλγαρίας και της Σλοβενίας.
Όλα αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές
οδήγησαν στην αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος κατά περίπου 150% την
περίοδο 2005 -2016 και εν συνεχεία - με τη λειτουργία του target model - στους τωρινούς ληστρικούς
λογαριασμούς, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις φθάνουν ή και ξεπερνούν έναν
μηνιαίο μισθό. Και οι συνέπειες αυτές δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν. Με τα μέτρα
που λήφθηκαν από το 1999 μέχρι το 2011 το ηλεκτροδοτικό μας σύστημα, το οποίο
είχε φτιαχτεί με χρήματα του ελληνικού λαού, παραχωρήθηκε στις αγορές, ενώ ο
έλεγχος της λειτουργίας του ανατέθηκε στη ΡΑΕ, που επί της ουσίας λογοδοτεί σε
ένα κοινοτικό όργανο, τον «Οργανισμό Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας
(“Agency for the Cooperation of Energy Regulators” - ACER) και όχι στην
ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο, με τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας βάσει του “μοντέλου στόχου” (“target model”) επήλθαν ακόμη μεγαλύτερες
και ριζικότερες αλλαγές. Έκτοτε δεν έχουμε να κάνουμε με μια “απελευθερωμένη”
εθνική αγορά, στην οποία η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να παρεμβαινει
διορθωτικά ( αν βεβαίως διαθέτει την πολιτική βούληση), καθώς το
ηλεκτροδοτικό μας σύστημα μετατράπηκε σε τμήμα της “ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς”
που οι κανόνες λειτουργίας της καθορίζονται κεντρικά από την Κομισιόν και τους
ευρωτεχνοκράτες που την περιβάλλουν. Η μετατροπή αυτή συνεπάγεται τα εξής:
–
Ότι η δυνατότητα διορθωτικής παρέμβασης της κυβέρνησης
περιορίζεται στην εξεύρεση λύσεων βάσει του κρατικού προϋπολογισμού.
–
Ότι χρειάζεται έγκριση της Κομισιόν για να τροποποιηθούν οι
κανόνες λειτουργίας αυτής της αγοράς και
–
ότι όσο η Κομισιόν αδιαφορεί για τις αυξήσεις των τιμών
ενέργειας, οι κερδοσκόποι της αγοράς μπορούν να αισχροκερδούν “νόμιμα” και να
ισχυρίζονται με θράσος ότι “πρόκειται για αγορά που λειτουργεί με συγκεκριμένο
μοντέλο χρηματιστηριακό και πανευρωπαϊκό που δεν παραβιάζεται”[v].
Συμπερασματικά, είναι η
“ευρωπαϊκή πορεία” της χώρας μας που οδήγησε σε τεράστιες αυξήσεις της τιμής
του ηλεκτρικού ρεύματος μεχρι το 2016 και είναι η ενοποίηση του ηλεκτροδοτικού
μας συστήματος, δηλαδή η παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στα ευρωπαϊκά
όργανα, που επέφερε το τελειωτικό χτύπημα και οδήγησε στους ληστρικούς λογαριασμούς
και στα δεινά που υφιστάμεθα σήμερα.
Οι υπεύθυνοι της αναμόρφωσης του ηλεκτροδοτικού συστήματος της χώρας
Κατ' αρχάς, είναι πολλοί αυτοί που
υποστηρίζουν ότι η αποκλειστική ευθύνη για τους ληστρικούς λογαριασμούς
ηλεκτρικού ρεύματος ανήκει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς επί της υπουργίας
Χατζηδάκη ξεκίνησε η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Κάποιοι άλλοι
πιστεύουν ότι ευθύνεται το ίδιο η νυν κυβέρνηση με την προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ
και σχεδόν κανείς δεν επιρρίπτει ευθύνες στα υπόλοιπα κόμματα της
αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ. Αν ωστόσο δούμε προσεκτικότερα
την πορεία που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση, θα πρέπει να καταλήξουμε στο
συμπέρασμα ότι η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στις δύο τελευταίες κυβερνήσεις, ούτε
αποκλειστικά στα κόμματα που κυβένησαν για τους εξής λόγους:
Πρώτον: Γιατί το Χρηματιστήριο Ενέργειας είναι το επιστέγασμα της
ριζικής αναμόρφωσης του ηλεκτροδοτικού
συστήματος της χώρας μας, η οποία συντελέσθηκε σταθερά και με σχέδιο την
τελευταία εικοσαετία και το σχέδιο αυτό εξυπηρετήθηκε με συνέπεια και
προθυμία
από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις που αγνόησαν επιδεικτικά τις
καταστροφικές συνέπειες που από νωρίς εκδηλώθηκαν.
Δεύτερον: Γιατί τέτοιου είδους μακρόχρονιες ριζικές αλλαγές δεν μπορούν
να επιτευχθούν χωρίς τη συναίνεση
ολόκληρου του πολιτικού κόσμου, η οποία (συναίνεση) δεν είναι ανάγκη να
εκδηλώνεται ρητά ως συγκατάνευση και μπορεί να συγκαλυφθεί με πολλούς
τρόπους
(π.χ να εμφανίζεται ως ηχηρή διαφοροποίηση σε επιμέρους επουσιώδη σημεία
μαζί με σιωπηρή παραδοχή του πυρήνα των αλλαγών, ως “σιγή ασυρμάτου”
ώστε οι αλλαγές
και τα μέτρα να εφαρμόζονται χωρίς δημόσια συζήτηση, ως “αποσυσχέτιση”
των αλλαγών από τα αποτελέσματά τους, ώστε να μην είναι ορατές οι
καταστροφικές
τους συνέπειες ή ακόμη και ως καταγγελτικός μαξιμαλισμός , ώστε πρακτικά
να καθίσταται αδύνατη κάθε αντίδραση).
Όσον αφορά την ευθύνη των κυβερνήσεων της τελευταίας εικοσαετίας, αρκεί
να βάλουμε σε χρονολογική σειρά
τα μέτρα που εφαρμόστηκαν, για να διαπιστώσουμε ότι όλες ανεξαιρέτως
ακολούθησαν με συνέπεια την “ευρωπαϊκή πορεία” προς την ενοποίηση και η
διαφοροποίησή τους έγκειται σε ζητήματα που αφορούν είτε στην ταχύτητα
εφαρμογής των μεταρρυθμιστικών μέτρων, είτε στη διαχείριση των
προβλημάτων που
δημιούργησε η εφαρμογή τους. Στα πρώτα σαφώς εντάσσεται η κριτική που
ασκεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ως προς τη “βίαιη απολιγνιτοποίηση” σε
αντίθεση με την πολιτική της “ομαλής απολιγνιτοποίησης” που αυτός ακολούθησε
όταν ήταν στην κυβέρνηση, ενώ στα δεύτερα - δηλαδή στη διαχείριση των
προβλημάτων που προκαλεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων - εντάσσεται η τύχη της
ΔΕΗ και ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει εντός της απελευθερωμένης αγοράς.
Το τελευταίο αυτό θέμα αποτελέσε αιτία οξύτατων αντιπαραθέσεων:
- Το 2014 για το σχέδιο της
κυβερνησης Σαμαρά για τη “μικρή ΔΕΗ ”, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία μιας
νέας εταιρείας, στην οποία θα εκχωρείτο το 30% του παραγωγικού δυναμικού και
του πελατολογίου της ΔΕΗ προκειμένου να διατεθει μέσω διεθνούς διαγωνισμού σε
ιδιώτες επενδυτές. Το σχέδιο αυτό, το οποίο απαντούσε σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς της κυβέρνησης στο διπλό “πρόβλημα” του μονοπωλίου των λιγνιτών από
τη ΔΕΗ και το άνοιγμα της λιανικής, ψηφίστηκε μεν, αλλά δεν εφαρμόσθηκε λόγω
της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
-Το 2018 για το νομοσχέδιο της
“αποεπένδυσης” που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την πώληση των λιγνιτικών
μονάδων της Μελίτης Φλώρινας και της Μεγαλόπολης Αρκαδίας, το οποίο ήταν η
απάντηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο ακόμη άλυτο “πρόβλημα” του μονοπωλίου
της ΔΕΗ στους λιγνίτες. Κι αυτό ψηφίσθηκε, αλλά επίσης δεν εφαρμόσθηκε και ήδη
οι μονάδες αυτές έχουν επιστρέψει στα περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ.
- Το 2021 για την Αύξηση του
Μετοχικού Κεφαλαίου (ΑΜΚ) της ΔΕΗ κατά 750 εκατομμύρια ευρώ, στην οποία - με
απόφαση του Υπερταμείου, στο οποίο παραχώρησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τη ΔΕΗ - δεν
συμμετείχε το Δημόσιο με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού του από 51,23% σε
34,12%.
Οι αντιπαραθέσεις αυτές, παρότι
οξύτατες, ήταν ελάχιστα ουσιαστικές για τους εξής λόγους:
(α) Γιατί το ενδιαφέρον των
πολιτικών κομμάτων για την τύχη της ΔΕΗ εκδηλώθηκε πολύ όψιμα και συγκεκριμένα
καθυστέρησε πάνω από μια δεκαετία. Οι αποφάσεις που καθόρισαν το μέλλον της
και εγκαθίδρυσαν τη λειτουργία της απελευθερωμένης αγοράς λήφθησαν στα τέλη του
20ου αιώνα και άρχισαν να υλοποιούνται την πρώτη δεκαετία του 21ου, με
κυριότερη από αυτές τον λειτουργικό και νομικό διαχωρισμό της ΔΕΗ από τα δίκτυα
μεταφοράς και διανομής, τα οποία αποτελούν τεράστιες επενδύσεις που έγιναν με
χρήματα του ελληνικού λαού. Όταν πλέον το 2014 άνοιξε η συζήτηση για την
ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ , αφορούσε την τύχη των τμημάτων που είχαν απομείνει
(παραγωγή, προμήθεια), ενώ μέσω του διαχωρισμού της είχε ήδη διαμορφωθεί η
“απελευθερωμένη” αγορά με τη λειτουργία του συστήματος mandatory pool, η
Ελλάδα, αν και στη μέγγενη των μνημονίων, είχε καταστεί eldorado για τους
επενδυτές ΑΠΕ και το ηλεκτρικό ρεύμα είχε γίνει ήδη πανάκριβο.
(β) Γιατί στις αντιπαραθέσεις αυτές
– παρά τις μεγαλοστομίες που λέγονταν – δεν αμφισβητήθηκαν ούτε κατ' ελάχιστο
οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ήδη συντελεσθεί και θεωρούνταν δεδομένες από τα
κόμματα της αντιπολίτευσης.
(γ) Γιατί αποσκοπούσαν σε
μικροκομματικά οφελη, όπως ξεκάθαρα αποδείχθηκε από την εναλλαγή ρόλων που
ακολούθησε, η οποία ανέδειξε τη ρηχότητα αλλά και τη γελοιότητα της πολιτικής
μας ζωής. Έτσι, στην αντιπαράθεση του 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση
κατηγορούσε την κυβέρνηση Σαμαρά για “εθνικό έγκλημα” και ξεπούλημα της ΔΕΗ, το
2018 η Ν.Δ. (με αγορητή τον Σκρέκα) κατηγόρησε για το ίδιο έγκλημα την
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το 2021 οι ρόλοι πάλι άλλαξαν και ο ΣΥΡΙΖΑ με την
ίδια φρασεολογία κατηγόρησε την κυβέρνηση για την ΑΜΚ που μείωσε το ποσοστό του
δημοσίου, η οποία – σημειωτέον - αποφασίστηκε από το Υπερταμείο, στο οποίο ο
ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση παραχώρησε τη ΔΕΗ.
Με άλλα λόγια, οι αντιπαραθέσεις
αυτές αποτελούν εφαρμογή της τακτικής της ηχηρής διαφοροποίησης σε επιμέρους
σημεία και της σιωπηρής παραδοχής του πυρήνα των αλλαγών και πολύ
δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκαν ως κάλπικες από το ΚΚΕ. Ωστόσο “κάλπικος” θα
πρέπει να χαρακτηρισθεί κι ο αντιευρωπαϊσμός του ΚΚΕ, γιατι όπως δείχνουν τα
γεγονότα εξαντλείται σε αντιευρωπαϊκή ρητορεία και απαρίθμηση των “σταδίων
απελευθέρωσης”, ενώ συμμετέχει ενεργά στην επιχείρηση αποσιώπησης και
συγκάλυψης των συνεπειών της νέας ενοποίησης.
Η στάση του μόνου
“αντιευρωπαϊκού” κόμματος της ελληνικής βουλής απέναντι στην ενοποίηση του
ηλεκτροδοτικού μας συστήματος
Το ΚΚΕ, όπως καυχιέται, είναι το
μόνο κόμμα της ελληνικής βουλής που καταψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Συνεπώς η στάση του απέναντι στις “ενοποιήσεις” έχει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος,
γιατί είναι το μόνο κόμμα με σταθερή παρουσία στη βουλή, το οποίο υποτίθεται
ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά και να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό για τις
ευρωπαϊκές πολιτικές και τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών κέντρων.
Ωστόσο το ΚΚΕ, όχι μόνο δεν
προειδοποίησε τον ελληνικό λαό για την ενοποίηση του ηλεκτροδοτικού μας
συστήματος και δεν προσπάθησε να την αποτρέψει πριν πραγματοποιηθεί, αλλά
συνειδητά υποβάθμισε το θέμα αυτό και συνεχίζει να το υποβαθμίζει μέχρι σήμερα.
Χαρακτηριστική είναι η στάση του το 2018, κατά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου,
στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η ίδρυση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Τότε,
θεώρησε ως μέγιστης σημασίας θέμα την αλλαγή του ποσοστού απαρτίας των γενικών
συνελεύσεων των πρωτοβάθμισων σωματείων από το 1/3 που ήταν μέχρι τότε, στο 1/2
όταν αφορά την κήρυξη απεργίας και έριξε όλο το βάρος της αντιπαράθεσης στη
διάταξη αυτή, ενώ υποβάθμισε το θέμα της ίδρυσης του Χρηματιστηριου ενέργειας
και δεν αναφέρθηκε κάν στην ένταξη της χώρας μας στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά
Ηλεκτρικής Ενέργειας[vi].
Η σύγκριση της σοβαρότητας των δύο
αυτών θεμάτων κατατάσσει την ηγεσία του ΚΚΕ ή στους ανόητους ή στους πονηρούς
υποκριτές. Το πρώτο όμως πολύ δύσκολο να ισχύει καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ και τις
διαστάσεις των αλλαγών που έρχονταν γνώριζε και τις συνέπειες - κοινωνικές,
οικονομικές και πολιτικές – της ενοποίησης του ηλεκτροδοτικού μας συστήματος
αντιλαμβανόταν[vii].
Συνεπώς θα πρέπει να δεχθούμε ότι ισχύει το δεύτερο. Ότι δηλαδή η ηγεσία του
ΚΚΕ, γνωρίζοντας τις συνέπειες και θέλοντας να αποφύγει ουσιαστικές
αντιπαραθέσεις, προτίμησε να ακολουθήσει την τακτική της “σιγής ασυρμάτου”
για το Χρηματιστήριο Ενέργειας και γι' αυτό υποβάθμισε συνειδητά τη σοβαρότητά
του, συνεχίζοντας να μιλά για ένα ακόμη στάδιο “ιδιωτικοποίησης” και
“απελευθέρωσης”.
Το παραπάνω συμπέρασμα ενισχύεται
και από το ακόλουθο χαρακτηριστικό στο δημόσιο λόγο του: Το ΚΚΕ αποφεύγει
συστηματικά και σταθερά τη χρήση των όρων “ενοποίηση”, “ενεργειακή ένωση” και
“Ενιαία ευρωπαϊκή Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας”, παρότι η “ενεργειακή ένωση”
είναι πραγματικότητα και η ενιαία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που έχει
δημιουργηθεί στηρίζεται σε κοινό μοντέλο λειτουργίας και σε σύζευξη (ενοποίηση)
των τιμών μεταξύ των εθνικών αγορών. Προφανώς αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι
όροι αυτοί αφενός προκαλούν δυσάρεστους συνειρμούς γιατί παραπέμπουν στις
καταστροφικές συνέπειες της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης για τη χώρα
μας, αφετέρου δημιουργούν καθήκοντα σύγκρουσης που θέλει να αποφύγει το ΚΚΕ και
γι' αυτό υποβαθμίζει το θέμα της υιοθέτησης του target model, θεωρώντας το ως συνέχεια και
στάδιο της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Και οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν
πρέπει να μας εκπλήσσουν.Το ΚΚΕ, παρά την αντιευρωπαϊκή του ρητορεία, σε
κρίσιμες στιγμές πήρε θέση υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, όπως φαίνεται
από τις χαρακτηριστικές δηλώσεις της πρώην Γενικής Γραμματέως του, Αλέκας
Παπαρήγα το 2012, ότι “είτε με ευρώ, είτε με δραχμή, ο λαός είναι
χρεοκοπημένος” και ότι “η λύση έξω από το ευρώ στις παρούσες συνθήκες είναι
καταστροφική”[viii].
Η στάση αυτή μάλιστα δεν είναι περιστασιακή. Σύμφωνα με την πολιτική απόφαση
του 20ου Συνεδρίου του[ix],
η αποδέσμευση από την Ε.Ε πρέπει να γίνει ταύτόχρονα με τη “λαϊκή εξουσία” και
μάλιστα χωρίς ενδιάμεσα στάδια, καθώς στην ίδια απόφαση διευκρινίζεται ότι “η
καπιταλιστική Ελλάδα με «εθνικό νόμισμα» δεν συνιστά ρήξη προς όφελος του
λαού”.
Εν ολίγοις, το συμπέρασμα είναι ότι
το ΚΚΕ έχει παραπέμψει στις “ελληνικές καλένδες” το ζήτημα της αποδέσμευσης από
την Ε.Ε και είναι συνυπεύθυνο όχι μόνο για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας,
αλλά και για την ευτέλεια και την αναξιοπιστία της πολιτικής ζωής της χώρας μας
λόγω της υποκρισίας του και της συγκαλυμμένης συναίνεσής του.
Oι
προτάσεις των κομμάτων για την αντιμετώπιση των ληστρικών λογαριασμών
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ[x]
Περιλαμβάνει τα ακόλουθα πέντε
“άμεσα” (όπως τα χαρακτηρίζει) μέτρα:
–
Επιβολή πλαφόν για ένα χρόνο στα τιμολόγια της ΔΕΗ και μετατροπή
των κυμαινόμενων σε σταθερά συμβόλαια.
–
Επιβολή από τη ΡΑΕ πλαφόν στην Αγορά Επόμενης Ημέρας.
–
Μεγάλη μείωση του πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής του 100% και
μετατροπή όλων των συμβολαίων υποχρεωτικά σε σταθερά.
–
Ενεργοποίηση της προθεσμιακής αγοράς και
–
Μείωση του ΕΦΚ και του ΦΠΑ.
Από τα μέτρα αυτά , τα τρία πρώτα
(επιβολή πλαφόν στα τιμολόγια της ΔΕΗ, επιβολή πλαφόν από τη ΡΑΕ στην Αγορά
Επόμενης Ημέρας και μετατροπή όλων των συμβολαίων υποχρεωτικά σε σταθερά) μόνο
“άμεσα” δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν. Συνιστούν ρυθμιστικές παρεμβάσεις στους
κανόνες της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας που δεν εμπίπτουν
στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης και για να εφαρμοσθούν θα πρέπει να τα
εγκρίνει η Κομισιόν και επιπλέον να συναινέσουν οι άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς (
ΡΑΕ, ΔΕΗ, Υπερταμείο στο οποίο έχει ενταχθεί η ΔΕΗ και
Χρηματιστήριο Ενέργειας).
Το τέταρτο μέτρο (ενεργοποίηση της
προθεσμιακής αγοράς) επίσης δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης και για
την εφαρμογή του θα πρέπει να συναινέσει το Χρηματιστήριο Ενέργειας, καθως με
δική του εισήγηση έχουν επιβληθεί από τη ΡΑΕ περιορισμοί στη σύναψη διμερών
συμβολαίων . Η αιτιολογία γι' αυτούς τους περιορισμούς, οι οποίοι αποτελούν
βασικό παράγοντα της αύξησης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι ότι “αν
εκτός από τις ΑΠΕ που μπαίνουν κατά προτεραιότητα στο σύστημα κατά ποσοστό 20 –
25%, προστεθούν κατά 80% και διμερή συμβόλαια, τότε η αγορά πρακτικά
εξαφανίζεται”.
Το πέμπτο μέτρο (μείωση του ΕΦΚ και
του ΦΠΑ) είναι το μόνο που δεν συνιστά ρυθμιστική παρέμβαση και τουλάχιστον ως
προς το σκέλος του συντελεστή ΕΦΚ ανήκει στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης,
ωστόσο δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτό ότι η ελληνική κυβέρνηση (όποια κι αν
είναι αυτή) θα προχωρήσει στη μείωσή τους, χωρίς να έχει την έγκριση της
Κομισιόν.
Συμπερασματικά, τα μέτρα που
προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης και η
ουσία που συνειδητά αποκρύπτει είναι ότι για να εφαρμοσθούν χρειάζεται είτε
έγκριση, είτε σύγκρουση με την Κομισιόν και τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς.
Όσον αφορά δε τη σύγκρουση, δύσκολο να υποτεθεί ότι είναι στον προσανατολισμό
του καθώς η βασική κριτική που έχει απευθύνει μέχρι τώρα στην Κομισιόν για το
θέμα της διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης είναι ότι “την βρήκε
απροετοίμαστη”.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝ.ΑΛ[xi]
Το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝ.ΑΛ προτείνει την επιβολή
πλαφόν 10% στη λιανική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με αυτά που
πλήρωναν οι καταναλωτές πριν ξεκινήσει η ενεργειακή κρίση, την έναρξη της
οποίας τοποθετεί χρονικά την 1.5.2021. Επίσης η πρότασή του περιλαμβάνει την
απαγόρευση διακοπής ρεύματος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, στην περίπτωση που
τους επιβάλλεται χρέωση που υπερβαίνει το πλαφόν του 10%, καθώς και τη
δυνατότητα ρύθμισης σε 240 δόσεις για τα χρέη που έχουν συσσωρευτεί από
λογαριασμούς ρεύματος από 1.5.2021.
Το “θετικό” αυτής της πρότασης, όπως
τη διαφημίζει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝ.ΑΛ., Νίκος Ανδρουλάκης, είναι ότι
είναι άμεσα εφαρμόσιμη γιατί “το πλαφόν στη λιανική τιμή” είναι στην εργαλειοθήκη
της Κομισιόν και δεν χρειάζεται ειδική έγκριση, όπως το πλαφόν στη χονδρική και
όπως υποστηρίζει, “το μόνο που μένει είναι να μάθει ο καταναλωτής πως θα
επιμεριστεί το κόστος μεταξύ του καταναλωτή, του κράτους και των παραγωγών”[xii].
Συμπερασματικά η πρόταση αυτή
κινείται στο ίδιο πλαίσιο με την κυβέρνηση και προτείνει μια διαφορετική εκδοχή
των δικών της μέτρων ελάφρυνσης.
Η πρόταση του ΜΕΡΑ 25[xiii]
Το ΜΕΡΑ25 με τροπολογία που κατέθεσε
στις 6.4.2022 πρότεινε να ανασταλούν έως τις 30.6.2022 οι διακοπές στην παροχή
ηλεκτροδότησης λόγω οφειλών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις βάσει εισοδηματικών
κριτήρίων, ενώ, από το βήμα της βουλής, στήριξε το αίτημα της πρωτοβουλίας
πολιτών "Ρεύμα για όλους" για διεξαγωγή δημοψηφίσματος με μοναδικό
ερώτημα την κατάργηση ή όχι του Χρηματιστηρίου Ενέργειας[xiv].
Το ενδιαφέρον στη θέση του ΜΕΡΑ25
είναι ότι εντοπίζει το πρόβλημα στη λειτουργία καρτέλ από τέσσερεις
ολιγάρχες[xv]
(Μυτιληναίο, Βαρδινογιάννη, Λάτση και Περιστέρη,
μαζί με την CVC Capital που ελέγχει την ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ) και
στην κυβέρνηση, και όχι στην ενοποίηση, την οποία αγνοεί στον πολιτικό του
λόγο. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι η χώρα μας ξαφνικά αποκτούσε φιλολαϊκή κυβέρνηση,
το κύριο πρόβλημά της για να βρει λύση στους ληστρικούς λογαριασμούς δεν θα
ήταν οι ολιγάρχες της ενέργειας, τους οποίους θα μπορούσε να “ξεδοντιάσει” με
νομοθετική ρύθμιση, αλλά η σύγκρουσή της με την Κομισιόν και τους εμπλεκόμενους
φορείς που δεν θα της αναγνώριζαν αυτήν την αρμοδιότητα.
Συμπερασματικά, το ΜΕΡΑ25 αποσιωπά
το πρόβλημα που δημιουργεί η ενοποίηση, κι αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι
ανήκει στους ένθερμους υποστηρικτές της πράσινης ανάπτυξης και της ενεργειακής
πολιτικής της Κομισιόν.
Η πρόταση του ΚΚΕ[xvi]
Το ΚΚΕ, σε αντίθετη κατεύθυνση από
το ΜΕΡΑ25, εστιάζει την κριτική του στην “Ευρωενωσιακή πολιτική της
απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας” και την “πράσινη μετάβαση” και τα μέτρα που
προτείνει είναι:
–
Η άμεση και πλήρης επαναλειτουργία των λιγνιτικών μονάδων, χωρίς
τις δεσμεύσεις του χρηματιστηρίου ρύπων, που αυξάνουν τεχνητά την τιμή του
λιγνίτη.
–
Η κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
–
Η απόσυρση της χώρας από τις κυρώσεις της ΕΕ προς τη Ρωσία.
Επίσης με τροπολογία που κατέθεσε
στις 6.5.2022 σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας ζήτησε να καταργηθούν “τώρα”,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: 1) Η ρήτρα αναπροσαρμογής, 2) το Χρηματιστήριο
Ενέργειας, 3) το ειδικό τέλος για τη Μείωση Εκπομπών Αερίων Ρύπων, 4) ο ΦΠΑ
και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στις υπηρεσίες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Ωστόσο και το ΚΚΕ παραλείπει
οποιαδήποτε αναφορά στην ενοποίηση και στα προβλήματα που δημιουργεί, με
συνέπεια ο πολιτικός του λόγος να στερείται αιχμής και η αντιευρωπαϊκή ρητορεία
του να μήν είναι παρά κούφια λόγια. Πρόκειται για την εφαρμογή της τακτικής
του καταγγελτικού μαξιμαλισμού, η οποία δείχνει μεν τον στόχο, αλλά όχι τον
δρόμο για να φθάσουμε σ' αυτόν, με συνέπεια ο στόχος να φαίνεται άπιαστος και
κάθε προσπάθεια για την προσέγγισή του μάταιη και μόνο για την τιμή των όπλων.
Η πρόταση της “Ελληνικής
Λύσης”
Τέλος η πρόταση της “Ελληνικής
Λύσης”, η οποία έχει διατυπωθεί αποσπασματικά, περιλαμβάνει την άμεση εξόρυξη
υδρογονανθράκων, την επαναλειτουργία των λιγνιτικών μονάδων και την κατασκευή
πυρινικών εργοστασίων, ενώ δεν γίνεται καμια αναφορά στην ενοποίηση και στις
περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης της ελληνικής κυβέρνησης στο πρόβλημα των
ληστρικών λογαριασμών.
Συμπερασματικά, οι παραπάνω
προτάσεις, οι οποίες λογικά θα αποτελέσουν μέρος του προγράμματος κάθε κόμματος
στις επικείμενες εκλογές, εξυπηρετούν πρωτίστως επικοινωνιακούς στόχους. Τα
κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο κενός περιεχομένου πολιτικός λόγος και
η αποδοχή της υποτέλειας στα ευρωπαϊκά κέντρα. Τα χαρακτηριστικά αυτά
μαζί με την έλλειψη οράματος για ένα καλύτερο μέλλον αποτελούν τα
τρία κύρια προβλήματα της πολιτικής ζωής της χώρας μας, τα οποία
απονομιμοποιούν στη συνείδηση ολοένα και μεγαλύτερης μερίδας των πολιτών την
πολιτική και τα κόμματα.
Συνοψίζοντας:
1.
Χάρη στα πρόσφατα μέτρα της κυβέρνησης για την ελάφρυνση των καταναλωτών
ηλεκτρικού ρεύματος, η συζήτηση μεταφέρθηκε από τις έκτακτες συνθήκες (ευρωπαϊκή
ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία) που υποτίθεται ότι ευθύνονταν για τις
αυξήσεις στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, στην πραγματική αίτια των
ληστρικών λογαριασμών που είναι η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενεργειας
βάσει του “μοντέλου στόχου” (target model).
2.
Με τη λειτουργία του μοντέλου στόχου έγινε η ενοποίηση του
ηλεκτροδοτικού μας συστήματος , η οποία αποτελεί το επιστέγασμα των
μεταρρυθμίσεων που συντελέσθηκαν την τελευταία εικοσαετία και οδήγησαν στην
αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος κατά περίπου 150% την περίοδο 2005
-2016 και εν συνεχεία - με τη λειτουργία του target model - στους τωρινούς ληστρικούς
λογαριασμούς.
3.
Με την ενοποίηση παραχωρήθηκε στην Κομισιόν η αρμοδιότητα να
καθορίζει τους κανόνες λειτουργίας του ηλεκτροδοτικού μας συστήματος, με
συνέπεια η κυβέρνηση να έχει – θεσμικά και πρακτικά – περιορισμένες
δυνατότητες παρέμβασης (επί της ουσίας μόνο όσες τις επιτρέπει ο κρατικός
προϋπολογισμός) και να πρέπει να λάβει άδεια από την Κομισιόν, προκειμένου να
εφαρμοσθούν στοιχειώδη μέτρα ελάφρυνσης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
4.
Συμπερασματικά το πρόβλημα των ληστρικών λογαριασμών είναι
ουσιαστικά πρόβλημα εθνικής κυριαρχίας και τα πραγματικά αίτια του αποσιωπώνται
από όλα τα κόμμάτα για να μην αμφισβητηθεί η “ευρωπαϊκή” πορεία της χώρας.
Τα αίτια της κακοδαιμονίας της χώρας μας: Παραχώρηση εθνικής
κυριαρχίας – εξευρωπαϊσμός και υποτέλεια
Τα ολέθρια αποτελέσματα των
ενοποιήσεων
Η ενοποίηση του ηλεκτροδοτικού μας συστήματος
δεν είναι η πρώτη ενοποίηση με ολέθρια αποτελέσματα. Από την ένταξή μας στην
Ε.Ε (τότε ΕΟΚ) μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές ενοποιήσεις με παρόμοιες
συνέπειες, των οποίων όμως τα ολέθρια αποτελέσματα δεν συζητήθηκαν καθόλου ή
δεν συζητήθηκαν επαρκώς, είτε γιατί πραγματοποιήθηκαν την εποχή που η
“ευρωπαϊκή ιδέα” ενέπνεε αισιοδοξία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
και θεωρήθηκαν αναγκαία θυσία για τον “εκσυγχρονισμό” της χώρας, είτε γιατί
ουδέποτε μελετήθηκαν, είτε τέλος γιατί συνειδητά δεν συνδέθηκαν με την κακή
πορεία της οικονομίας, προκειμένου να μην επηρεάσουν αρνητικά την “ευρωπαϊκή
πορεία” ενοποίησης.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι: Η τελωνειακή
ενοποίηση, η οποία οδήγησε σε μαρασμό παραδοσιακούς κλάδους οικονομικής
δραστηριότητας, στην αποβιομηχάνιση και σε απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Η εφαρμογή
της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία μετέτρεψε τη χώρα από εξαγωγέα σε
εισαγωγέα αγροτικών προϊόντων[xvii].
Η εφαρμογή του ΦΠΑ, η οποία οδήγησε στην αύξηση των ενδοκοινοτικών
εισαγωγών και στη μετατροπή βιοτεχνιών σε εισαγωγείς με απώλεια πάλι θέσεων
εργασίας. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η οποία αποτέλεσε την
χαριστική βολή για την ελληνική οικονομία και τελικά οδήγησε στη χρεοκοπία. Η
“απελευθέρωση” των επαγγελμάτων, η οποία υποτίθεται ότι θα οδηγούσε στην
αύξηση του ΑΕΠ και το μόνο ορατό αποτέλεσμά της ήταν η φτωχοποίηση επιστημόνων
και ελεύθερων επαγγελματιών.
Οι ολέθριες συνέπειες της
“ευρωπαϊκής πορείας” καταγράφονται στην έκθεση Πισσαρίδη[xviii],
η οποία κατά λέξη αναφέρει : “..... Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε έντονα την περίοδο
1961 -1980 με πραγματικό ετήσιο ρυθμό που ξεπέρασε το 6,5%, την οποία
ακολούθησε μια περίοδος βραδείας ανάπτυξης 1981 – 1994 με μέσο ετήσιο ρυθμό
γύρω στο 0,8%. Στη συνέχεια η σύγκλιση τα πρώτα χρόνια ένταξης στη νομισματική
ένωση σηματοδότησαν μια περίοδο ταχείας, αλλά μη διατηρήσιμης μεγέθυνσης με
μέσο ετήσιο ρυθμό στο 3,5%, την οποία διαδέχθηκε η περίοδος της ελληνικής
κρίσης χρέους από το 2009 με μέσο ρυθμό ετήσιας συρρίκνωσης γύρω στο -2,2%....” .Ωστόσο η
Επιτροπή Πισσαρίδη δεν θέλει να δει την πραγματικότητα κι όπως εύστοχα
σχολιάζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Κώστας Λαπαβίτσας[xix],
“....Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται την τεράστια αυτή διαφορά ως μια απόδειξη της
αδυναμίας της Ελλάδας να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που πρόσφερε η ένταξη στην
ΕΕ το 1981.Η πιθανότητα να συμβαίνει το αντίθετο δεν απασχολεί καθόλου την
Επιτροπή. Οποιοσδήποτε καλόπιστος οικονομολόγος βλέποντας τη σύγκριση θα
σκεφτόταν ότι το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και ΟΝΕ, αντί να προσφέρει ευκαιρίες,
ίσως να συνέβαλε στην αντιστροφή της προηγούμενης αναπτυξιακής δυναμικής. Η
ένταξη σηματοδότησε την απαρχή μιας αποτυχίας ιστορικού μεγέθους που θα
καθορίσει την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες....”
Και πράγματι πρόκειται για μια
αποτυχία ιστορικού μεγέθους, η οποία οφείλεται στην απαρέγκλιτη προσήλωση του
πολιτικού κόσμου στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και στον “εξευρωπαϊσμό”, με
ολέθριες συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
Ο “εξευρωπαϊσμός” της
πολιτικής ζωής
Ο όρος “εξευρωπαϊσμός” (europeanization) χρησιμοποιείται για να συνοψίσει τις
επιπτώσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης πάνω στις βασικές εθνικές πολιτικές[xx]
και υποδηλώνει τη διαδικασία κατά την οποία οι πολιτικές σε εθνικό επίπεδο
διαμορφώνονται από ευρωπαϊκά όργανα[xxi].
Στη χώρα μας ο “εξευρωπαϊσμός” ταυτίστηκε με τον “εκσυγχρονισμό”, το γνωστό
ιδεολόγημα της κυβέρνησης Σημίτη, ο οποίος προωθήθηκε ως τεχνοκρατικό σχέδιο
που υποτίθεται ότι αποσκοπούσε στη βελτίωση των υποδομών της χώρας, παρά σε
κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς.
Η διαδικασία του “εξευρωπαϊσμού”
ξεκίνησε με αργό ρυθμό τη δεκαετία του 1980 και επιταχύνθηκε την επόμενη
δεκαετία. Mε το πρόσχημα του “εκσυγχρονισμού” από τα
μέσα της δεκαετίας του 1990 η χώρα μπήκε στον “αυτόματο πιλότο” με την πορεία
της να καθορίζεται από τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, το νομοθετικό έργο
της βουλής να αφορά κατά κύριο λόγο τη μεταφορά ευρωπαϊκών οδηγιών και
κατευθύνσεων στην εθνική νομοθεσία και οι κυβερνήσεις να περιορίζονται σε
διαχειριστικό – διεκπεραιωτικό ρόλο[xxii].
Σταδιακά η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ –
ΝΔ) εκφυλίσθηκε σε ανταγωνισμό ποιο κόμμα εκπροσωπεί και εφαρμόζει αποτελεσματικότερα
την ευρωπαϊκή πολιτική και τελικά, μπροστά στον “κίνδυνο” εκτροπής από την
ευρωπαϊκή πορεία, εξελίχθηκε σε πλήρη σύγκλίση και τα οδήγησε σε συγκυβέρνηση.
Βασικό εργαλείο για την αποδοχή του
“εξευρωπαϊσμού” από τον πολιτικό κόσμο ήταν οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις,
ιδιαίτερα αυτές που δίνονταν στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων. Με τα
κεφάλαια αυτά, τα οποία διαχειρίστηκαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα για να
διατηρούν την εκλογική τους πελατεία και να εναλάσσονται στην κυβέρνηση,
εκμαυλίστηκαν συνειδήσεις, στήθηκε το ιδεολόγημα ότι η Ελλάδα “αποτελεί και θα
αποτελεί καθαρό λήπτη κοινοτικών χρημάτων”
, φτιάχτηκαν νέα “τζάκια” και δημιουργήθηκε στρατιά “Ευρωπαίων πολιτών” που
διορίσθηκαν σε καίριες θέσεις για να στηρίξουν το αφήγημα της “ισχυρής Ελλάδας
του ευρώ”, το οποίο αποδείχθηκε ολέθριο για την ελληνική κοινωνία. Η κύρια
ευθύνη προφανώς ανήκει στα “κόμματα εξουσίας”, ωστόσο μέρος αυτής αναλογεί και
στα υπόλοιπα κόμματα, είτε γιατί συμμετείχαν ενεργά στη στήριξη του εν λόγω
αφηγήματος λόγω αλληθωρισμού και μικρότερων αλλά σημαντικών απολαβών, είτε
γιατί το ανέχθηκαν προς αποφυγή συγκρούσεων (ΚΚΕ).
Τα παραπάνω αφηγήματα κατέρρευσαν
θεαματικά με τα μνημόνια, ωστόσο η “βρώμικη” δουλειά είχε γίνει, ο
“εξευρωπαϊσμός” ρίζωσε και μέχρι σήμερα κυριαρχεί.
Μνημόνια – συναίνεση ή
“κατοχή”
Πολλοί εντοπίζουν την απαρχή της
απώλειας εθνικής κυριαρχίας στα μνημόνια και μιλούν για “κατοχή”. Ωστόσο
όσοι πρεσβεύουν αυτήν την άποψη δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι (α) η
παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας (ή κυριαρχικών αρμοδιοτήτων) ξεκίνησε με την
ένταξη της χώρας στην Ε.Ε (τότε ΕΟΚ) και τις επάλληλες ενοποιήσεις, (β) ο
“εξευρωπαϊσμός” είχε κυριαρχήσει πολύ πριν τα μνημόνια και από τη δεκαετία του
1990 το κύριο νομοθετικό έργο της βουλής ήταν η μεταφορά στην εθνική νομοθεσία
ευρωπαϊκών οδηγιών και κατευθύνσεων και (γ) οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν τα
μνημόνια δεν ήταν παρά αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων που οι κυβερνήσεις
καθυστερούσαν να εφαρμόσουν[xxiii]
λόγω ισχυρών κοινωνικών αντιδράσεων και πιέσεων.
Με άλλα λόγια, τα μνημόνια
λειτούργησαν ως επιταχυντής εξελίξεων και έφεραν στο φως προβλήματα και
καταστάσεις που προϋπήρχαν, αλλά κρύβονταν επιμελώς πίσω από τα ιδεολογήματα
του “εκσυγχρονισμού” και της “ισχυρής Ελλάδας του ευρώ”.
“Εξευρωπαϊσμός” και Πανδημία
Αναμφισβήτητα η διαχείριση της
πανδημίας φέρει τη σφραγίδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και γι' αυτό και είδαμε
να εφαρμόζεται ό,τι πιο αντιλαϊκό, αντιδημοκρατικό και βάρβαρο μέτρο γινόταν.
Ωστόσο οι βασικές αποφάσεις και κατευθύνσεις έρχονταν απευθείας από τις
Βρυξέλλες, οι οποίες αποφάσισαν ότι ο εμβολιασμός θα είναι το κύριο όπλο
κατά της πανδημιας, χορήγησαν προσωρινές άδειες κυκλοφορίας των εμβολίων,
παρήγγειλαν “αδιευκρίνιστες” ποσότητες εμβολίων για κάθε κράτος- μέλος και
υπέγραψαν – με εντελώς αδιαφανείς διαδικασίες - για λογαριασμό όλων των κρατών
– μελών συμβάσεις με τις φαρμακευτικές, των οποίων το περιεχόμενο δεν έχει
ακόμη γνωστοποιηθεί επισήμως. Επιλέον η Κομισιόν από πολύ νωρίς έδωσε το
σύνθημα για τη λογοκρισία και το κυνήγι των “συνομωσιολόγων” καθώς αναγόρευσε
σε ιδιαίτερο καθήκον των ευρωπαϊκών θεσμών “την αντιμετώπιση της
παραπληροφόρησης”, όπως κομψά έθεσε το ζήτημα η πρόεδρος της, Ούρσουλα φον
ντερ Λάιεν[xxiv],
το οποίο στην Ελλάδα μεταφράστηκε από τον πρωθυπουργό μας ως “αντιμετώπιση των
ψεκασμένων”.
Αλλά δεν είναι μόνο τα εμβόλια και
η λογοκρισία. Από την αρχή της πανδημίας η Κομισιόν πήρε μέτρα που επί της
ουσίας “προκαθόριζαν” τις συνέπειες του κορονοϊού στην οικονομία και την
κοινωνία κι αυτό φαίνεται από το“Χρονοδιάγραμμα δράσης” της Ε.Ε . Στις 2
Μαρτίου 2020 συστάθηκε η επιτροπή αντιμετώπισης του κορονοϊού για τον
συντονισμό των κρατών – μελών σε τρεις τομείς (ιατρικός τομέας, τομέας
μεταφορών και οικονομικός τομέας) με επικεφαλής τους πέντε αρμόδιους
επιτρόπους. Στις 13 Μαρτίου η Κομισιόν ανακοίνωσε το πλαίσιο αντιμετώπισης των
οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ενώ στις 17 Μαρτίου συγκροτήθηκε μια
συμβουλευτική επιτροπή για τον COVID-19 αποτελούμενη από επιδημιολόγους και
ιολόγους για να διατυπώσει τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ σχετικά με
επιστημονικά και συντονισμένα μέτρα διαχείρισης κινδύνου. Εν ολίγοις, στα
μέσα Μαρτίου 2020 η Κομισιόν είχε ήδη έτοιμο το πλαίσιο μέτρων για την
αντιμετώπιση του κορονοϊού, το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποίησε παρότι η
χώρα μας είχε ελάχιστα κρούσματα και μπορεί βάσιμα να υποσηριχθεί ότι δεν
χτυπήθηκε από το πρώτο κύμα.
Το γεγονός ότι οι κατευθύνσεις
έρχονταν απευθείας από την Κομισιόν και απλά υλοποιούνταν από την κυβέρνηση
Μητσοτάκη εξηγεί και την “εθνική ομοψυχία” που επικράτησε για την αντιμετώπιση
του κορονοϊού, καθώς κανένα κόμμα δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση σε μέτρα
που μόνο υγειονομικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, όπως η απαγόρευση
κυκλοφορίας, τα πρόστιμα και η κίνηση των πολιτών μετά από αποστολή sms. Η ίδια “εθνική ομοψυχία” επικράτησε και για τα εμβόλια,
όπου πάλι οι ηγεσίες των κομμάτων έσπευσαν να δώσουν το παράδειγμα, χωρίς ποτέ
να θέσουν τα εύλογα ερωτήματα, αν τα εμβόλια ήταν ασφαλή και αποτελεσματικά,
πόσο στοίχισαν, ποιες ποσότητες παραγγέλθηκαν, αν ο εμβολιασμός ήταν πράγματι
το ενδεικνυόμενο όπλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας κι αν τελικά με τα
χρήματα που δαπανήθηκαν για την εμβολιαστική επιχείρηση θα μπορούσε να
βελτιωθεί ουσιωδώς το ΕΣΥ.
Τα παραπάνω ερωτήματα προφανώς δεν
αντιτίθενται στην “επιστήμη”, την οποία ακολουθούν κατά γράμμα όλα τα κόμματα,
όπως συνεχώς μας διαβεβαιώνουν. Αντιτίθενται όμως στις κατευθύνσεις και στις
αποφάσεις της Κομισιόν ή έστω ανοίγουν το δρόμο για να αμφισβητηθούν οι
αποφάσεις αυτές κι αυτή είναι μια προοπτική που κανένα από τα κόμματα της
βουλής δεν το επιθυμεί, είτε το ομολογεί, είτε όχι. Έτσι μόνο εξηγείται γιατί
υιοθέτησαν άκριτα το κυβερνητικό αφήγημα περί lockdown και εμβολίων, αγνόησαν τις φωνές έγκυρων επιστημόνων που
έδειχναν έναν διαφορετικό δρόμο αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης και
συντάχθηκαν με την κυβέρνηση στο κυνήγι των “συνωμοσιολόγων” τους οποίους
λοιδόρησαν ως ακροδεξιούς. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια ακόμη περίπτωση
“εξευρωπαϊσμού” και “ομολογιας πίστης” των κομμάτων στην Κομισιόν και στις
επιλογές της.
Οι ρωγμές στον “εξευρωπαϊσμό”
και το “υπερόπλο” των κυβερνώντων
Τι κοινό έχουν οι “αγανακτισμένοι”
των πλατειών του 2011 και οι “αρνητές” της μασκοφορίας και των εμβολίων; Παρότι
οι ίδιοι οι “αγανακτισμένοι” – “αρνητές” πιθανότατα να το αγνοούν, είναι εχθροί
της “ευρωπαϊκής πορείας” της χώρας και αποτελούν κίνδυνο, που πρέπει να
εξαλειφθεί. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν, κάποιες “οξυδερκείς” – και μάλλον
καλοπληρωμένες- φιλοευρωπαϊκές γραφίδες[xxv],
οι οποίες καταλήγουν ότι όλοι αυτοί (“αγανακτισμένοι” και “αρνητές”) είναι
“ψεκασμένοι” και “ακροδεξιοί” γιατί “μιλούν με απέχθεια για την ενωμένη Ευρώπη
και το ευρώ”, δηλαδή ό,τι πιο “ιερό” και “όσιο” - κατά την άποψή τους -
διαθέτει αυτή η χώρα.
Ανεξάρτητα όμως απο το αν πράγματι οι
“αγανακτισμένοι” των πλατειών ταυτίζονται με τους “αρνητές” της
μασκοφορίας και των εμβολίων, η αλήθεια είναι ότι και οι μεν και οι δε αμφισβήτησαν
τον “εξευρωπαϊσμό” ακόμη κι αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Οι πρώτοι,
γιατί το 2011 βάλοντας κατά των μνημονίων και μουτζώνοντας και βρίζοντας τη
βουλή, εξέφρασαν τη λαϊκή οργή για τη μετατροπή του “ναού της δημοκρατίας” σε
παραμάγαζο των δανειστών – ευρωπαίων εταίρων μας και οι δεύτεροι γιατί κατά
την πανδημία, αρνούμενοι να αποδεχθούν τη μασκοφορία και τον εμβολιασμό,
αρνήθηκαν μαζί και το κυρίαρχο αφήγημα που ερχόταν απευθείας εκ Βρυξελλών. Με
άλλα λόγια προκάλεσαν τις δύο από τις τρεις συνολικά ρωγμές που έχουν
καταγραφεί από την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε μέχρι σήμερα στην αποδοχή του
“εξευρωπαϊσμού” , αν και στην περίπτωση της πανδημίας χωρίς οι ίδιοι οι
πρωταγωνιστές να το έχουν αντιληφθεί και χωρίς να είναι στις προθέσεις τους.
Η τρίτη ρωγμή - που είναι η μόνη που
δεν μνημονεύεται ως αποτέλεσμα “ψεκασμού” - προκλήθηκε με το δημοψήφισμα του
2015, όταν ο ελληνικός λαός αψηφώντας την τρομοκρατία των καναλιών, τα capital-controls και
τις παντός είδους πιέσεις, σε ποσοστό 61,31% είπε ένα ηχηρό ΟΧΙ στην Ευρώπη και
το ευρώ. Το ΟΧΙ αυτό μετατράπηκε σε ΝΑΙ από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, η
οποία αποδείχθηκε σε μια από τις πιο χρήσιμες εφεδρείες των ευρωπαϊστών, όχι
μόνο γιατί υπέγραψε νέο μνημόνιο ακολουθώντας το παράδειγμα της προηγούμενης
κυβέρνησης, την οποία μέχρι τότε κατηγορούσε για “ντροπιαστική συνθηκολόγηση”,
αλλά και γιατί διέψευσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι υπάρχει ελπίδα για
μια διαφορετική πορεία της χώρας.
Η διάψευση αυτή έπαιξε και παίζει
τεράστιο ρόλο στο θυμικό του ελληνικού λαού και είναι η αιτία της
παθητικότητας, της σύγχυσης και της έλλειψης αυτοεκτίμησης της ελληνικής
κοινωνίας. Γιατί χωρίς ελπίδα κανένας λαός δεν μπορεί να αγωνιστεί, αφού δεν
περιμένει τίποτα, και είναι μονόδρομος η υποταγή στη μοίρα του. Ταυτόχρονα όμως
ένας λαός που υποτάσσεται σε τέτοια μοίρα δεν είναι παρά ένας ανάξιος λαός που
τελικά του αξίζουν τα δεινά που υποφέρει. Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος που
δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεί σήμερα το “υπερόπλο” των κυβερνώντων, καθώς
χάρη σ' αυτόν επιτυγχάνεται η παθητικότητα στη συνεχή φτωχοποίηση της ελληνικής
κοινωνίας και η απεμπόληση δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Επίλογος : Η ανάκτηση της
ελπίδας και το όραμα για μια νέα Ελλάδα
Ωστόσο μπορούν οι κυβερνώντες με το “υπερόπλο” της
απελπισίας να εξασφαλίσουν δια παντός την “ευρωπαϊκή πορεία” της χώρας, όσα
δεινά κι αν συσσωρεύονται στις πλάτες των πολιτών της κατ' όνομα μόνο
“ελληνικής δημοκρατίας”; Το ερώτημα αυτό προκαλεί τόση αναστάτωση και άγχος σε
όσους αισθάνονται “ευρωπαίοι πολίτες με ελληνική καταγωγή” , ώστε να δικαιολογείται
τόσο το κλάμα του Μπογδάνου πριν το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, όσο και
το τωρινό μένος κατά των “αρνητών – ψεκασμένων”.
Και η αλήθεια είναι ότι δικαιολογημένα ανησυχούν.
Τρεις ρωγμές μόλις μέσα σε δώδεκα χρόνια είναι πολλές και όλα δείχνουν ότι θα
γίνουν περισσότερες, καθώς η οργή του λαού μέρα με τη μέρα μεγαλώνει. Η ορατή
πια σήψη διαφοροποιεί και ενεργοποιεί υγιείς δυνάμεις και η κατάρριψη των
ψευδαισθήσεων - μετά τα στάδια της άρνησης και της απογοήτευσης - οδηγεί στην
αφύπνιση και ανοίγει νέους ορίζοντες. Σε αυτές τις κοινωνικές διεργασίες η
διαχείριση της πανδημίας είχε καταλυτικό ρόλο, καθώς από τη μια βάθυνε την ήδη
υπάρχουσα πολιτική κρίση κι από την άλλη πρόσθεσε νέες παραμέτρους. Για να
ανταπεξέλθει στην κρίση αυτή η “εξευρωπαϊσμένη δημοκρατία” μας που μέχρι τώρα
στηριζόταν στο “δεν είναι όλοι ίδιοι”, αναγκάσθηκε να κινητοποιήσει και τις
τελευταίες εφεδρείες της και να αποδείξει μόνη της ότι ισχύει ακριβώς το
αντίθετο. Η διαχείριση της πανδημίας τελικά αναδείχθηκε σε πολιτική “κρησάρα”
που διαχώρισε την ήρα από το στάρι, γκρέμισε τη πίστη σε δόγματα, διέψευσε
στρεβλές πεποιθήσεις και έφερε στην επιφάνεια ζητήματα που μέχρι πρότινος
κρύβονταν επιμελώς.
Σε αυτό το νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφώθηκε, οι
ρωγμές λοιπόν είναι κάτι παραπάνω από αναμενόμενες. Το αποφασιστικό όμως βήμα
που θα μετατρέψει τις ρωγμές σε ρήξη θα γίνει όταν καταδειχθεί ο εχθρός. Όταν
δηλαδή αποκαλυφθεί ότι η κακοδαιμονία της χώρας μας και όλα τα δεινά που
υφιστάμεθα από την παραγωγική διάλυση της χώρας έως τους ληστρικούς
λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και τη στέρηση ελευθεριών και δικαιωμάτων λόγω
πανδημίας οφείλονται στην “ευρωπαϊκή πορεία”, στην παραχώρηση εθνικής
κυριαρχίας και στον εξευρωπαϊσμό. Τότε θα αναγεννηθεί η ελπίδα και μαζί το
όραμα για μια νέα Ελλάδα, δημοκρατική, ελεύθερη και κοινωνικά δίκαιη.
Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου.
Δεύτερο «ενεργειακό πακέτο»: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της Οδηγίας 96/92 ΕΚ.
Οδηγία 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της Οδηγίας 98/30/ΕΚ.
Τρίτο «ενεργειακό πακέτο»: Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ.
Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 , για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας/
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο στις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2016/1719 της Επιτροπής της 26ης Σεπτεμβρίου 2016 «σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριας γραμμής για την μελλοντική κατανομή δυναμικότητας (L259/424 της 27.9.2016).
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2017/2195 της Επιτροπής της 23ης Νοεμβρίου 2017 «σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριας γραμμής για την εξισορρόπηση ηλεκτρικής ενέργειας» (L312/6/ της 28.11.2017).
Ο ελληνικός λαός μπορεί και πρέπει να επιλέξει ο ίδιος - με τη θέληση και τη δράση του - την έξοδο από την ΕΕ, να βάλει αυτόν το στόχο στην προμετωπίδα των συνθημάτων του, οργανώνοντας την πάλη του με τέτοιον τρόπο, ώστε να διεκδικήσει ταυτόχρονα τα «κλειδιά» της οικονομίας, τον πλούτο που παράγει, με το πέρασμα της εξουσίας στα δικά του χέρια. Αυτό αποτελεί πραγματική εναλλακτική λύση προς όφελος του λαού και αξίζει κάθε θυσία.
Η καπιταλιστική Ελλάδα με «εθνικό νόμισμα» δεν συνιστά ρήξη προς όφελος του λαού. Η υιοθέτηση ενός πιο υποτιμημένου νομίσματος δεν μπορεί να αποτελέσει κρίκο βελτίωσης της ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μέσω της ενδεχόμενης ώθησης που θα δώσει στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη λόγω και της φτηνότερης εργατικής δύναμης, ως συνέπειας της υποτίμησης. Η όποια ενδεχόμενη ανάκαμψη της καπιταλιστικής παραγωγής, όποτε προκύψει, δεν θα συνοδευτεί από ουσιαστική ανάκαμψη μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων, δεν θα ωφελήσει το λαό.
Οσες πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν έναν τέτοιο στόχο ως «λύση» ή ως ενδιάμεσο στόχο για ριζικές αλλαγές, τουλάχιστον αντικειμενικά, εξυπηρετούν τις ιδιαίτερες ανάγκες τμημάτων του κεφαλαίου και συνολικότερα διαφοροποιήσεις της αστικής πολιτικής ως αποτέλεσμα όξυνσης των αντιφάσεών της. Αλλωστε, πολιτικές επίθεσης σε εργατικές - λαϊκές κατακτήσεις εφαρμόζονται και στις χώρες του ευρώ και σε καπιταλιστικές χώρες με εθνικά νομίσματα.....” https://www.kke.gr/article/Politiki-Apofasi-toy-20oy-Synedrioy-toy-KKE/